Του Αντώνη Μπέζα (*)
Υπάρχουν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις στο ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων. Η πρώτη τις αντιμετωπίζει σαν ένα εισπρακτικό μέτρο που θα αποφέρει τα χρήματα που χρειάζονται για την αποπληρωμή μέρους του δημόσιου χρέους (κάτι ανάλογο με τις αυξήσεις των φόρων και τις μειώσεις μισθών και συντάξεων). Η δεύτερη, αντιμετωπίζει τις αποκρατικοποιήσεις σαν ένα αναπτυξιακό μέτρο αφού η λειτουργία μιας επιχείρησης σε ανταγωνιστικά πλαίσια την μετατρέπει από ζημιογόνο σε κερδοφόρα και επομένως συνεισφέρουσα μέσω της φορολογίας στα δημόσια έσοδα ενώ ταυτόχρονα βελτιώνει την παραγωγικότητα και την ποιότητα των παραγόμενων υπηρεσιών ή προϊόντων. Παράλληλα, μειώνεται η διαφθορά στη διοίκηση και τις προμήθειες.
Είναι ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου υποστήριξε και ακολούθησε την πρώτη προσέγγιση στο ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι αποκρατικοποιήσεις να φαντάζουν στα μάτια των πολιτών σαν «ξεπούλημα» της δημόσιας περιουσίας και όχι σαν αναγκαίο αναπτυξιακό μέτρο. Η απάντηση στο ερώτημα γιατί ακολούθησαν αυτό το λανθασμένο δρόμο, είναι ότι το ΠΑΣΟΚ παραμένει πάντα έρμαιο των ιδεοληψιών του περί κρατισμού, τις οποίες και δεν μπορεί να ξεπεράσει. Μέχρι πρόσφατα η οικονομική φιλοσοφία του θεωρούσε τις ιδιωτικοποιήσεις ως «κατάρα» που θα έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε τρόπο. Υπάρχει πλήθος από δηλώσεις του πρώην πρωθυπουργού και κορυφαίων στελεχών του από την εποχή της Αντιπολίτευσης, με τις οποίες ζητούσαν να διατηρηθεί ο δημόσιος έλεγχος στον ΟΣΕ, τα ΕΛΤΑ, τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ κλπ ή μιλούσαν για «επανακρατικοποιήσεις» και απειλούσαν για «σύσταση προανακριτικής Επιτροπής για απιστία» στην περίπτωση του ΟΤΕ.
Πώς είναι λοιπόν δυνατό οι ίδιοι άνθρωποι, να κάνουν τώρα στροφή 180 μοιρών και να δεχθούν ότι οι αποκρατικοποιήσεις αποτελούν βασικά εργαλεία αναπτυξιακής πολιτικής; Γι αυτό επέλεξαν την εισπρακτική επιχειρηματολογία του «αναγκαίου κακού» (είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε αποκρατικοποιήσεις παρότι δεν τις πιστεύουμε), που τους δίνει τη δυνατότητα να διατηρούν αλώβητες τις αρχές τους. Εδώ ακριβώς, εντοπίζεται και η βασική αιτία της απαράδεκτης ολιγωρίας της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου να προωθήσει σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο το πρόγραμμα των αποκρατικοποιήσεων, με τρόπο επωφελή για την ελληνική οικονομία και την κοινωνία.
Η Νέα Δημοκρατία, εντελώς αντίθετα, δίνει μεγάλη έμφαση στην αναγκαιότητα των αποκρατικοποιήσεων και την επιτάχυνση των απαιτούμενων διαδικασιών, ως βασικό μέρος του στρατηγικού σχεδίου που θα βοηθήσει τη χώρα να αποφύγει τον κίνδυνο ενός τριτοκοσμικού μέλλοντος με διεθνή οικονομική απομόνωση και θα την οδηγήσει πάλι σε τροχιά ανάπτυξης και ευημερίας. Με δύο όμως βασικές προϋποθέσεις, ώστε να διασφαλίζεται ο ανταγωνισμός:
Πρώτον, θα είναι λάθος να δημιουργήσουμε στις μεγάλες επενδύσεις εξαιρέσεις από τον ανταγωνισμό μέσω ειδικών φορολογικών, νομικών και ρυθμιστικών καθεστώτων για κάθε μια από αυτές, να δημιουργήσουμε δηλαδή εξαιρέσεις για να τις προστατεύσουμε με ειδικά προνόμια έναντι άλλων παρόμοιων επενδύσεων. Η πρακτική αυτή είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μονοπώλια με υπερκέρδη, που μπορεί να προσφέρουν βραχυπρόθεσμα οφέλη (έσοδα μέσω της φορολογίας ή ενδεχόμενων κρατικών συμμετοχών), μακροπρόθεσμα όμως θα βλάψει την οικονομία και τους καταναλωτές απωθώντας παρόμοιες επενδύσεις. Εκείνο που χρειάζεται είναι η διαμόρφωση ενός γενικότερου φιλικού προς τις επενδύσεις φορολογικού, νομικού, χωροταξικού και ρυθμιστικού περιβάλλοντος που θα διευκολύνει την εσπευσμένη διεκπεραίωση των επενδυτικών σχεδίων της τρέχουσας περιόδου και θα λειτουργεί ταυτόχρονα χωρίς γραφειοκρατικές αγκυλώσεις στο μέλλον δημιουργώντας συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού.
Δεύτερον, πολλές από τις επιχειρούμενες αποκρατικοποιήσεις αφορούν σε δημόσια μονοπώλια. Ο τρόπος που θα γίνουν θα πρέπει να είναι συμβατός με τον ανταγωνισμό ώστε να μη μετατραπούν τα δημόσια μονοπώλια σε ιδιωτικά. Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για καθετοποιημένη δημόσια επιχείρηση που ελέγχει από τις πηγές των πρώτων υλών ως τα δίκτυα διανομής ή διαθέτει μεγάλο δίκτυο καταστημάτων, είναι προτιμότερο τέτοιου είδους επιχειρήσεις να διατίθενται κατά τμήματα και ανά επίπεδο αγοράς, ώστε το τελικό αποτέλεσμα της ιδιωτικοποίησης να οδηγήσει σε περισσότερο ανταγωνισμό, από τον οποίο κερδισμένοι θα βγουν η οικονομία και οι καταναλωτές. Το επιχείρημα ότι έτσι μπορεί να μειωθεί η αξία των προς διάθεση επιχειρήσεων είναι αβάσιμο αλλά ακόμη και αν ευσταθούσε, δεν είναι δυνατό να θυσιάζουμε το μακροπρόθεσμο όφελος στο βωμό του βραχυπρόθεσμου. Σε κάθε περίπτωση, οι αποκρατικοποιήσεις θα πρέπει να οδηγούν στην κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων ή άλλου είδους προνομιακών καταστάσεων που πλήττουν τον ανταγωνισμό.
(*) Ο Αντώνης Μπέζας (www.antonisbezas.gr) είναι πρώην υφυπουργός Οικονομικών και μέλος της Ομάδας Εργασίας της Νέας Δημοκρατίας για θέματα Δημόσιας Περιουσίας και Ιδιωτικοποιήσεων.
Δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Επίκαιρα» (110ο τεύχος, 24/11-30/11/2011)