Αντ. Μπέζας: «Στηρίζουμε την Κυβέρνηση για να βγούμε από το Μνημόνιο με ασφάλεια και σιγουριά»
Κατά την ομιλία του σήμερα στη Βουλή στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4127/2013», ο Βουλευτής Θεσπρωτίας κ.
Αντώνης Μπέζας αναφέρθηκε στο γεγονός ότι με το συζητούμενο νομοσχέδιο για πρώτη φορά δεν προβλέπονται πρόσθετα περιοριστικά μέτρα για την κάλυψη του όποιου δημοσιονομικού κενού. Τόνισε επίσης ότι οι Bουλευτές που στηρίζουν την Κυβέρνηση, το κάνουν γιατί θέλουν η χώρα να βγει από το Μνημόνιο με ασφάλεια και σιγουριά και όχι γιατί στηρίζουν την παραμονή της χώρας στο Μνημόνιο.
Συγκεκριμένα στην ομιλία του ο κ. Μπέζας μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Πριν από έναν μόλις χρόνο, η Ελλάδα θεωρείτο ο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης, οι περισσότεροι διεθνείς αναλυτές, δημοσιογράφοι, τραπεζίτες, πρώην τραπεζίτες, νομπελίστες οικονομολόγοι κλπ προεξοφλούσαν την έξοδό μας από το ευρώ, ενώ η χρεοκοπία της χώρας εθεωρείτο δεδομένη. Και όμως τα πράγματα, ήλθαν τελείως διαφορετικά. Σήμερα η Ελλάδα παραμένει στο ευρώ και η κατάστασή της σταθεροποιείται. Και μια καλή απόδειξη, ότι παρά την αβεβαιότητα και την ανησυχία που κλιμακώνεται στην Ευρώπη, η κατάσταση στη χώρα μας έχει πλέον αλλάξει προς το καλύτερο, είναι και το νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα. Γιατί το λέω αυτό;
Γιατί για πρώτη φορά τα τελευταία τρία χρόνια, που η χώρα βρίσκεται σε πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, το όποιο «δημοσιονομικό κενό», έχει καλυφθεί χωρίς να παρθούν πρόσθετα περιοριστικά μέτρα. Ακόμη και αν είχε καταργηθεί πλήρως το ΕΕΤΗΔΕ, θα υπήρχε ο νέος ενιαίος φόρος ακινήτων. Άρα δεν υπάρχουν νέα μέτρα με τον ΕΕΤΑ που θεσμοθετείται από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Για πρώτη φορά, αποφασίζεται μείωση φορολογικών συντελεστών, όπως γίνεται με τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας μέσω λογαριασμών της ΔΕΗ, η οποία θα είναι μειωμένη κατά 15% το 2013 και το επόμενο διάστημα θα τεθεί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης η μείωση και άλλων φορολογικών συντελεστών, όπως ο ΦΠΑ στην εστίαση. Για πρώτη φορά, διευκολύνονται οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, με εκτεταμένες ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων φορολογικών τους υποχρεώσεων και ασφαλιστικών εισφορών, με την υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ ακόμη και στην περίπτωση που αδυνατούν να καταβάλλουν το φόρο, με την επιτάχυνση της επίλυσης των φορολογικών διαφορών στο επίπεδο της φορολογικής διοίκησης.
Όλα αυτά, που ήταν ζητούμενα εδώ και πολύ καιρό, από όλες τις πτέρυγες της Βουλής και από όλους τους θεσμικούς φορείς, αποτυπώνονται στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Και ερωτώ λοιπόν; Δεν συνιστά αυτό το γεγονός από μόνο του, την καλύτερη απάντηση σε όλους εσάς κύριοι Συνάδελφοι της Αντιπολίτευσης, που προβλέπατε ότι τον Μάρτιο θα πέσει η Κυβέρνηση επειδή θα αναγκαζόταν να πάρει νέα μέτρα, που επενδύατε πριν από λίγους μήνες στην καταστροφή, που ζητούσατε λόγω της κυπριακής κρίσης την παραίτηση της Κυβέρνησης και που μεμψιμοιρείτε ακόμη και τώρα, γιατί οι δόσεις δήθεν των ληξιπροθέσμων δεν είναι πολλές ή γιατί οι διατάξεις του νομοσχεδίου δεν θα έπρεπε να έλθουν με τη διαδικασία του κατεπείγοντος;».
«Άκουσα χθες στην Επιτροπή Οικονομικών, κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι, τον εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, και τον άκουσα να το επαναλαμβάνει και εδώ σήμερα, ότι δεν μπορεί να υπάρχει αισιοδοξία αφού και όταν ακόμη σταματήσουν οι αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης, θα είμαστε σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού «πολιτικού» Νότου και επομένως θα χρειαστεί πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια για να αντισταθμίσουμε τις απώλειες λόγω της παρατεταμένης ύφεσης που σωρευτικά έφθασε πράγματι το 20% του ΑΕΠ στην πενταετία 2008-2012 και θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο το 2013. Παράλληλα, ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Τσίπρας, για μια ακόμη φορά, στην Πορτογαλία ευρισκόμενος, ισχυρίστηκε ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και ότι η χώρα δεν θα μπορέσει να το εξυπηρετήσει.
Ως προς το δεύτερο, δεν μπορώ να αντιληφθώ τι εξυπηρετεί αυτή την περίοδο, μια τέτοια ανεύθυνη πραγματικά συζήτηση περί «βιωσιμότητας» του χρέους, και μάλιστα από τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, όταν η βιωσιμότητα αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της χρηματοδότησης της χώρας και όταν οι εταίροι μας έχουν ήδη δεσμευθεί, με την απόφαση του Eurogroup του Δεκεμβρίου, πως ακόμη και αν αποδειχθεί ότι απαιτείται περαιτέρω μείωση του χρέους, θα το κάνουν, αν εμείς επιτύχουμε πρωτογενές πλεόνασμα.
Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, της μεγαλύτερης δηλαδή προσπάθειας που θα χρειαστούμε, αυτό αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι θα πρέπει να βγούμε από την ύφεση όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αλλά για να βγούμε από την ύφεση, χρειαζόμαστε χρήματα, που δεν μπορεί να «κόψει» η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως «κόβει» η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ. Χρειαζόμαστε χρήματα για να πληρώσουμε για παράδειγμα τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τους ιδιώτες, για να αντιμετωπίσουμε με προγράμματα την ανεργία ή για να ανακεφαλαιοποιήσουμε τις Τράπεζές μας ώστε να είναι διασφαλισμένες οι καταθέσεις και να μην συμβεί αυτό που συνέβη στην Κύπρο. Και χρήματα δεν μπορούμε να βρούμε, ούτε από την Ρωσία, όπως δεν βρήκε η Κύπρος, ούτε καταργώντας μονομερώς το Μνημόνιο. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το τεράστιο έλλειμμα στρατηγικής της Αντιπολίτευσης. Δεν μπορείς να είσαι έξω από το Μνημόνιο και να έχεις ταυτόχρονα και τα χρήματα των δανειστών σου. Ούτε μπορείς να είσαι μέσα στην Ευρώπη και στα οφέλη που αυτή προσφέρει και ταυτόχρονα να μην δέχεσαι μονομερώς τους όρους που αυτή θέτει. Αυτά δεν γίνονται, παρά μόνον αν είσαι οπαδός του τρίτου δρόμου προς την καταστροφή και την χρεοκοπία.
Το «στοίχημα» που εμείς ως Νέα Δημοκρατία θέλουμε να κερδίσουμε, είναι να βγει η Ελλάδα το ταχύτερο δυνατό από την κρίση. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να πιάσουμε τους στόχους μας και να αρχίσει η ανάκαμψη στο τέλος της χρονιάς. Και καθώς φέρνουμε θετικά αποτελέσματα, αλλάζουμε σταδιακά και τους όρους του προγράμματος προσαρμογής, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικό και πιο βιώσιμο. Αυτό κάνει το νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα. Όλοι όσοι στηρίζουμε αυτή την Κυβέρνηση, την στηρίζουμε όχι γιατί είμαστε με το Μνημόνιο, αλλά γιατί θέλουμε να βγούμε από το Μνημόνιο με ασφάλεια και σιγουριά. Όλοι όσοι στηρίζουμε αυτή την Κυβέρνηση, το κάνουμε γιατί βλέπουμε ότι υπάρχουν μπροστά μας θετικά σημάδια, και ότι ακριβώς γι’ αυτό η Κυβέρνηση μπορεί πλέον να διαπραγματεύεται και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, στις ανάγκες της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής».