Αντώνης Μπέζας: «Πρέπει να αλλάξουμε όσα φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που αναμένονταν»
Κατά την ομιλία του στη Βουλή στη συζήτηση για το σχέδιο νόμου για την επικαιροποίηση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής της περιόδου 2013-2016, ο Βουλευτής Θεσπρωτίας και Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής κ.
Αντώνης Μπέζας, τόνισε ότι η διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας είναι μια διαρκής διαδικασία, μέσω της οποίας, εφόσον τηρούμε τις δεσμεύσεις μας, μπορούμε και πρέπει να ζητήσουμε αλλαγές σε όσα δεν λειτουργούν και σε όσα φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που αναμένονταν.
Συγκεκριμένα, στην ομιλία του ο κ. Μπέζας, μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Δεν χρειαζόταν επομένως η παραδοχή του ΔΝΤ για να τεθεί το θέμα στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Μπήκε στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης από την πρώτη στιγμή από αυτή την Κυβέρνηση, γιατί υπήρχε σημαντική αστοχία σε σχέση με τους στόχους και γιατί ήταν ξεκάθαρο ότι ο φαύλος κύκλος της ύφεσης θα μπορούσε να σπάσει μόνο με διαφορετικό μείγμα οικονομικής πολιτικής.
Χάρη σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση, σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική. Μειώθηκε σημαντικά το χρέος μας και θεωρείται από τους δανειστές μας βιώσιμο. Μειώθηκαν τα επιτόκια δανεισμού. Αναβλήθηκε για δέκα χρόνια η πληρωμή των τόκων και για δεκαπέντε χρόνια η πληρωμή των τοκοχρεολυσίων. Έγινε επιμήκυνση του χρόνου της δημοσιονομικής προσαρμογής κατά δύο επιπλέον χρόνια έως το 2016, ώστε να είναι πιο ήπια. Επιστράφηκαν τα κέρδη των κεντρικών ευρωπαϊκών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα. Έγινε επαναγορά του ιδιωτικού χρέους της χώρας. Η κατανομή των κονδυλίων του νέου ΕΣΠΑ, είναι ικανοποιητική για την Ελλάδα.
Παλαιότερα, όταν το πρόγραμμα προκαλούσε μεγαλύτερη ύφεση και υπήρχε απόκλιση από τους στόχους, μας επέβαλλαν περισσότερα μέτρα, που οδηγούσαν σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση. Τώρα, προβλέπεται ότι, όταν η ύφεση που προκαλείται είναι μεγαλύτερη από τις προβλέψεις, τότε δεν θα υπάρχουν περισσότερα μέτρα.
Και αντιθέτως, όταν εμείς ξεπερνάμε τους στόχους, τότε, με βάση τη «ρήτρα θετικής απόκλισης», μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα μέρος της υπέρβασης, για μέτρα αποκατάστασης της κοινωνικής συνοχής.
Θέλα να πω δηλαδή, ότι όλη αυτή η «φιλολογία» του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο τις τελευταίες ημέρες -έχω ακούσει πολλές φορές συναδέλφους από το ΣΥΡΙΖΑ να αναφέρονται στους πολλαπλασιαστές, που είναι μια ακαδημαϊκής φύσεως οικονομετρική παράμετρος- είναι μια συζήτηση, κυρίως, για τη δημιουργία εντυπώσεων.
Τι θα μπορούσε να γίνει με την παραδοχή του λάθους; Κατάργηση του προγράμματος προσαρμογής, δεν μπορεί να γίνει, εφόσον η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται στο ευρώ. Περισσότερο χρόνο, έχουμε ήδη πάρει. Περισσότερα χρήματα, έχουμε ήδη πάρει. Περισσότερο κούρεμα του χρέους, έχει ήδη γίνει. Ηπιότερη προσαρμογή, σε σχέση με το παρελθόν, έχει ήδη γίνει.
Μπορούμε να πετύχουμε ακόμη περισσότερα; Η διαπραγμάτευση είναι μια διαρκής διαδικασία, δεν είναι στιγμιαία. Αν τηρούμε τις δεσμεύσεις μας, μπορούμε και πρέπει να ζητήσουμε αλλαγές σε όσα δε λειτουργούν και σε όσα φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που αναμένονταν» .
«Η περαιτέρω μείωση του μισθολογικού κόστους, δεν λύνει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας, όταν υπάρχει ακόμη αβάσταχτη γραφειοκρατία και υψηλό ενεργειακό κόστος. Βασική αρχή μιας επιτυχημένης φορολογικής πολιτικής, είναι να παίρνεις λίγα από πολλούς και να συμμετέχουν όλοι ανάλογα με τις δυνατότητές τους. Η φοροδοτική ικανότητα των περισσότερων πολιτών έχει πλέον εξαντληθεί και οι πολίτες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα μεγαλύτερων διευκολύνσεων για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, είτε προς την Εφορία, είτε προς τα ασφαλιστικά ταμεία, είτε προς τις Τράπεζες. Η ανεργία αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνο πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης.
Όλα αυτά, είναι ζητήματα που δεν τα βλέπετε μόνο εσείς που κάνετε συνεχώς διαπιστώσεις και δεν έχετε εναλλακτικές προτάσεις. Τα βλέπουμε πολλοί. Εδώ όμως, υπάρχουν κάποια πολύ συγκεκριμένα δεδομένα:
1ον) Τώρα πλέον έχουμε μηχανισμούς έγκαιρης αντιμετώπισης των όποιων υστερήσεων εμφανιστούν στην υλοποίηση του προγράμματος. Μηχανισμούς που μας δίνουν την δυνατότητα να προχωρούμε έγκαιρα σε διορθωτικές κινήσεις για να μην πέσουν έξω οι στόχοι.
2ον) Η διαπραγμάτευση, όπως και προηγουμένως ανέφερα είναι διαρκής αλλά ταυτόχρονα δεν είναι δημόσια. Όπως πολύ εύστοχα ανέφερε ο Πρωθυπουργός, οι διαπραγματεύσεις δεν προαναγγέλλονται, γιατί όταν τις προαναγγέλλεις τις εξουδετερώνεις, αλλά γίνονται γνωστές από τα αποτελέσματά τους.
Και επιπλέον, οι διαπραγματεύσεις δεν προαναγγέλλονται γιατί πολλές φορές δημιουργούνται παρενέργειες σε αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση. Για παράδειγμα, δεν μπορεί εδώ και τέσσερεις μήνες να εξαγγέλλονται νέες ευνοϊκότερες ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων φορολογικών υποχρεώσεων και ασφαλιστικών εισφορών. Ακόμη και αν είχε κάποιος τη δυνατότητα να πληρώσει με τις υπάρχουσες ρυθμίσεις, δεν θα το έκανε περιμένοντας τις νεώτερες και ευνοϊκότερες.
3ον) Η προσπάθεια που βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι μια πορεία πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Η κυβέρνηση συνεργασίας, δίνει μια σκληρή μάχη ανάμεσα σε συμπληγάδες πέτρες. Από την μια μεριά, οι απαιτήσεις των δανειστών –που βασίζονται στις υποχρεώσεις της χώρας- και από την άλλη μεριά, η απελπισία μεγάλων στρωμάτων της κοινωνίας. Δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε αυτή τη μάχη, αλλά και οι εταίροι μας πρέπει να αντιληφτούν ότι η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας έχει φθάσει στα όριά της και ότι η κατάρρευση της Ελλάδας θα είναι επικίνδυνη για ολόκληρη την Ευρώπη».
«Το δικαίωμα της απεργίας και της διαμαρτυρίας, είναι αναφαίρετο δικαίωμα στις δημοκρατίες. Όπως και η δημόσια λογοδοσία είναι υποχρέωση. Και ο ακτιβισμός είναι ανεκτός, μέσα βέβαια σε συγκεκριμένα όρια. Όμως σήμερα, εκείνο που προέχει, είναι η ομαλότητα, η σταθεροποίηση της οικονομίας και η συγκράτηση της ανεργίας και της ύφεσης
Για αυτό, πρέπει να πέσουν οι τόνοι, στο Κοινοβούλιο, στις τηλεοράσεις, παντού, και να αποφευχθούν οι ακρότητες. Όταν δίνουμε την εικόνα μιας χώρας σε ανεξέλεγκτη ένταση, η οικονομία δεν θα «σηκώσει κεφάλι» και φυσικά, κανείς επενδυτής, δεν θα επενδύσει σ’ αυτήν για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας».