Aθήνα, 11.9.2012
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Κατά την ομιλία του σήμερα στη Βουλή στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών για την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων, ο Βουλευτής Θεσπρωτίας κ. Αντώνης Μπέζας αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα της ανακεφαλαιοποίησης και ανέδειξε το αδιέξοδο των επιχειρημάτων του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει την ασυνέπεια των ελληνικών τραπεζών στην απόδοση προς το Δημόσιο της προμήθειας που προβλέπει ο ν. 3723/2008 ενώ ταυτόχρονα ζήτησε την περικοπή των υψηλών αμοιβών των μελών του ΔΣ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
Συγκεκριμένα στην ομιλία του ο κ. Μπέζας μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Το μεγάλο ζήτημα που προέκυψε σε σχέση με τις τράπεζες είναι ότι λόγω της υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, υποβαθμίστηκε και η πιστοληπτική ικανότητα των τραπεζών για την άντληση δανειακών κεφαλαίων. Ταυτόχρονα, οι τράπεζες είχαν ζημιές από το κούρεμα των ομολόγων του δημοσίου, ενώ λόγω της οικονομικής κρίσης και της οικονομικής αβεβαιότητας, είχαν επίσης αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς και μεγάλη εκροή καταθέσεων.
Αυτό το ζήτημα προσπαθεί να αντιμετωπίσει η ανακεφαλαιοποίηση. Και προσπαθεί να το αντιμετωπίσει όχι μέσω της θωράκισης της ρευστότητας των τραπεζών αλλά μέσω της θωράκισης της φερεγγυότητας και της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος. Ώστε να αποκτήσουν οι τράπεζες την απαιτούμενη κεφαλαιακή επάρκεια, η οποία επάρκεια θα δώσει με τη σειρά της στις τράπεζες τη δυνατότητα να αντλήσουν δανειακά κεφάλαια, τα οποία θα διοχετεύσουν για την ανάπτυξη του πραγματικού τομέα της οικονομίας, δηλαδή των επιχειρήσεων και των ιδιωτών ».
« Η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων, πρέπει να είναι προτεραιότητα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Δεν υπάρχει παγκοσμίως εναλλακτικό μοντέλο που να διασφαλίζει ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν στην περίοδο της κρίσης να λειτουργούν αποτελεσματικά και να επιτελούν το ρόλο τους.
Εκτός και αν εναλλακτικό μοντέλο είναι το άλμα στο κενό που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας ότι κατά τη διάρκεια της πτώσης θα βγάλουμε φτερά και δεν θα γκρεμιστούμε. Γιατί άλμα στο κενό είναι η επιστροφή στο αποτυχημένο παρελθόν με τις κρατικές ή τις κρατικοδίαιτες τράπεζες. Κανείς στην Ευρώπη δεν λέει κάτι τέτοιο. Επομένως, δεν θα πάμε στην Ευρώπη μέσω Βενεζουέλας, ούτε θα πάμε μέσω Αργεντινής. Ιδιαίτερα τώρα, μετά τη σημαντική απόφαση της ΕΚΤ, την προηγούμενη Πέμπτη, για σαρωτική παρέμβαση στις δευτερογενείς αγορές ομολόγων της δοκιμαζόμενης περιφέρειας.
Ο δρόμος που έχουμε μπροστά μας, έχει έναν προορισμό. Ο προορισμός αυτός λέγεται εθνική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ανάπτυξη και ανασυγκρότηση, όχι όμως με ευχές και άδειες ρητορείες. Εξάλλου, δεν ανακαλύψαμε εμείς την πυρίτιδα. Ταμεία Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας υπήρχαν στην Ευρώπη από την δεκαετία του 90 (Σουηδία) και υπάρχουν σήμερα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μετά την κρίση ».
« Ο ν. 3723/2008, ο πρώτος νόμος για την ενίσχυση των τραπεζών λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, προέβλεπε μεταξύ άλλων την έκδοση προνομιούχων μετοχών, τις οποίες αναλάμβανε το ελληνικό Δημόσιο, προκειμένου να αυξήσουν οι τράπεζες το μετοχικό τους κεφάλαιο. Για τις προνομιούχες αυτές μετοχές προβλεπόταν προμήθεια (σταθερή απόδοση) 10%, η οποία, όπως προέκυψε κατά τη συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή Οικονομικών, αποδόθηκε μεν από τις τράπεζες τον πρώτο χρόνο, έπειτα όμως σταμάτησε να αποδίδεται.
Διάβασα την πρόσφατη, σχετική με το θέμα, επιστολή του Αναπληρωτή Υπουργού κ. Σταϊκούρα προς τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και τον Πρόεδρο της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών. Πρόκειται για ένα ποσό 550 εκατ. ευρώ που εγγράφεται ως έσοδο στον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι συμφωνίες και οι νόμοι κ. Υπουργέ πρέπει να τηρούνται από όλους και τα χρήματα αυτά πρέπει να αποδοθούν στο ελληνικό Δημόσιο. Όπως πρέπει να δείτε επίσης και το άλλο θέμα των υπέρογκων αμοιβών των μελών του ΔΣ του ΤΧΣ. Το ΤΧΣ είναι μεν ν.π.ι.δ και δεν διέπεται από τις διατάξεις του δημοσίου, διαχειρίζεται όμως χρήματα που έχει δανειστεί το ελληνικό δημόσιο και επομένως σ’ αυτή την περίοδο της βαθειάς κρίσης, πρέπει και μπορεί να υπάρχει οικονομικός έλεγχος στην λειτουργία του ».